Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί στο μέτωπο σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδες,
όσαις μας δίδ' η όψη σου παρηγοριαίς κ' ελπίδες;...
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζη,
πατέρα, ένα χαμόγελο;... Γιατί να μη σπαράζη
μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρο σου
ούτ' ένα δάκρυ έπρόβαλε, ουτ' έλαμψε το φώς σου;..
Όλόγυρά σου τα βουνά κ' οι λόγγοι στολισμένοι
το λυτρωτή τους χαιρετούν... Η θάλασσ' άγριωμένη
από μακρά σ' έγνώρισε και μ' αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα,
που σε κρατεί στα σπλάχνα του... Θυμάται την ήμερα,
πατέρα μου, σ' έδέχτηκε... Θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και στ' άγιο πρόσωπο σου
τ' άτιμα τα ραπίσματα... το βόγγο... τη λαχτάρα...
του κόσμου την ποδοβολή... Θυμάμαι την αντάρα...
την πέτρα, που σου έκρέμασαν... τη γύμνια του νεκρού σου
το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου...
Το μάρμαρο μένει βουβό... Και θα να μείνη ακόμα
ποιος ξέρει ως πότ' αμίλητο το νεκρικό σου στόμα...
Κοιμάται κι' ονειρεύεται... και τότε θα ξυπνήση,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήση
το φοβερό μας κήρυγμα... «Χτυπάτε, πολέμαρχοι!...
Μή λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»...
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί στο μέτωπο σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδες,
όσαις μας δίδ' η όψη σου παρηγοριαίς κ' ελπίδες;...
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζη,
πατέρα, ένα χαμόγελο;... Γιατί να μη σπαράζη
μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρο σου
ούτ' ένα δάκρυ έπρόβαλε, ουτ' έλαμψε το φώς σου;..
Όλόγυρά σου τα βουνά κ' οι λόγγοι στολισμένοι
το λυτρωτή τους χαιρετούν... Η θάλασσ' άγριωμένη
από μακρά σ' έγνώρισε και μ' αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα,
που σε κρατεί στα σπλάχνα του... Θυμάται την ήμερα,
πατέρα μου, σ' έδέχτηκε... Θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και στ' άγιο πρόσωπο σου
τ' άτιμα τα ραπίσματα... το βόγγο... τη λαχτάρα...
του κόσμου την ποδοβολή... Θυμάμαι την αντάρα...
την πέτρα, που σου έκρέμασαν... τη γύμνια του νεκρού σου
το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου...
Το μάρμαρο μένει βουβό... Και θα να μείνη ακόμα
ποιος ξέρει ως πότ' αμίλητο το νεκρικό σου στόμα...
Κοιμάται κι' ονειρεύεται... και τότε θα ξυπνήση,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήση
το φοβερό μας κήρυγμα... «Χτυπάτε, πολέμαρχοι!...
Μή λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου